δρᾶσ'

δρᾶσ'
δρᾶσα , δράω
do
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic)
δρᾶσι , δράω
do
pres subj mp 2nd sg (attic epic doric aeolic)
δρᾶσι , δράω
do
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric aeolic)
δρᾶσι , δράω
do
pres subj act 3rd pl (attic epic doric aeolic)
δρᾶσι , δράω
do
pres subj act 3rd sg (attic epic doric aeolic)
δρᾶσαι , δράω
do
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic)
δρᾶσαι , δράω
do
pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric aeolic)
δρᾶσαι , δράω
do
aor imperat mid 2nd sg (attic epic doric aeolic)
δρᾶσαι , δράω
do
aor inf act (attic epic doric aeolic)
δρᾶσα , δράω
do
aor ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
δρᾶσε , δράω
do
aor ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)
δρᾶσι , δρᾶσις
strength
fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρεμαστήριος — ο 1. αυτός που χρησιμεύει για κρέμασμα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κρεμαστήρα μυ 3. το ουδ. ως ουσ. το κρεμαστήρι(ο) η κρεμάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμασ (πρβλ. ἐκρέμασ α τού κρεμώ) + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος, κινη τήριος] …   Dictionary of Greek

  • λυπητήριος — λυπητήριος, ία, ον (Α) αυτός που προξενεί λύπη («τὸ λυπητήριον πρόσκαιρον, τὸ δὲ ὠφέλιμον διηνεκές», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπῶ + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος, μονασ τήριος)] …   Dictionary of Greek

  • σβεστήριος — ον, θηλ. και ία, Α 1. κατάλληλος ή χρήσιμος για σβήσιμο 2. μτφ. καταπραϋντικός («σβεστήριον κακοῡ φάρμακον», Ηράκλειτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ τού αορ. ἔσβεσ(σ)α τού σβέννυμι* + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος)] …   Dictionary of Greek

  • συλληπτήριος — α, ο, Ν κατάλληλος για σύλληψη, για πιάσιμο («συλληπτήρια όργανα τών εντόμων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαμβάνω + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην Επετηρίδα Παρνασσού] …   Dictionary of Greek

  • συμβατήριος — ον, Α συμβιβαστικός («λόγους... ξυμβατηρίους», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος)] …   Dictionary of Greek

  • συνδρήστειρα — ἡ, Α ιων. τ. συνεργός, βοηθός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. αντί *συνδράστειρα < συνδρῶ (πρβλ. αόρ. συν έ δρασ α) + επίθημα τειρα (πρβλ. κολάσ τειρα)] …   Dictionary of Greek

  • τρέστης — ὁ, Α αυτός που τρέμει και φεύγει από φόβο, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρεσ τού τρέω* «τρέπομαι σε φυγή» + επίθημα της (πρβλ. δράσ της)] …   Dictionary of Greek

  • ωτακουστήριος — α, ο, Ν φρ. «ωτακουστήρια στοά» στρ. στοά από το άκρο τής οποίας συλλαμβάνονται με την βοήθεια ειδικών οργάνων οι διά μέσου τού εδάφους μεταδιδόμενοι ήχοι τών υπονομευτικών εργασιών τού εχθρού σε καιρό πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠτακουστῶ + επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”